- αρραβωνίζω
- (Μ ἀρραβωνίζω, Α -ομαι) [αρραβών]1. αρραβωνιάζω2. παροιμ. «έξω βρέχει και χιονίζει κι ο παπάς αρραβωνίζει» — γι' αυτούς που κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επηρεάζονται από δυσκολίες)αρχ.-μσν.αρραβωνίζομαι1. εγγυώμαι, αποδέχομαι2. αρραβωνιάζομαι («ἀρραβωνίζεται ὁ δοῡλος τοῡ Θεοῡ... τὴν δούλην τοῡ Θεοῡ...»).
Dictionary of Greek. 2013.